- οσσεία
- ὀσσεία, ἡ (Α)βλ. οττεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οττεία — ὀττεία, αττ. τ. ὀσσεία, ἡ (Α) [οττεύομαι] 1. μαντεία από δυσοίωνους ήχους («σύν οἰωνοῑς καὶ ὀττείαις», Διον. Αλ.) 2. προαίσθηση για κάποιο κακό και ο τρόμος που προέρχεται από αυτήν («ἵνα τὸ τῆς ὀττείας... παραμένον ἐξαιρεθῇ», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek